ημιτριταϊκός

ημιτριταϊκός
ἡμιτριταϊκός, -ή, -όν (Α)
ημιτριταίος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + τριταϊκός (< τριταίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡμιτριταικῶν — ἡμιτριταικός fem gen pl ἡμιτριταικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτριταικόν — ἡμιτριταικός masc acc sg ἡμιτριταικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτριταικοῖς — ἡμιτριταικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτριταικῷ — ἡμιτριταικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”